χριμπτόμενος

χριμπτόμενος
χρίμπτω
bring near
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρίμπτω — και πιθ. γρφ. χρίπτω Α 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) πλησιάζω 3. μέσ. χρίμπτομαι α) (με δοτ. και γεν.) έρχομαι κοντά, προσεγγίζω («νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος», Ευρ.) β) περνώ ξυστά, αγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”